προκαδδικάζομαι

προκαδδικάζομαι
Α
βλ. προκαταδικάζομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκαταδικάζομαι — και δωρ. τ. προκαδδικάζομαι Α καταδικάζομαι εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”